φεύγοντας

φεύγοντας
φεύγω
flee
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • бѣгати — БѢГА|ТИ (232), Ю, ѤТЬ гл. 1.Бежать, передвигаться бегом: Римлѩнинъ же нѣкыи ѡ(т) коньникъ нарочитыи... гонѩ на кони, въсхытивъ нѣкоѥго оуношю ѡ(т) соупротивныхъ бѣгающю крѣпка тѣломь и въѡроужена, за шию имъ и преклонивъ ѥго коню бѣгающю… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αποκομίζω — ισα, ίστηκα 1. φεύγοντας παίρνω μαζί μου: Οι κλέφτες φεύγοντας αποκόμισαν όλα τα ασημικά του σπιτιού. 2. κερδίζω: Οι επιχειρηματίες αυτοί αποκόμισαν μεγάλα κέρδη σε λίγο καιρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ta zeibekika tis nychtas — Infobox Album | Name = Ta zeibekika tis nychtas Type = Album Artist = Various Released = 2006 Recorded = Genre = zeibekika Length = approx. 1 hr Label = Sony BMG (Greece) Producer = Reviews = Last album = This album = Next album = Ta zeibekika… …   Wikipedia

  • бѣжати — БѢЖ|АТИ (456), ОУ, ИТЬ гл. 1.Бежать, передвигаться бегом: ѥгда же то грѩдущеѥ видѣ издалеча зосиму начатъ тещи и бѣжати в нутренюю пустыню. зосима же забы свою старость. и труды путны˫а. быстро течаше. хотѩ постигнути бѣжаше. СбЧуд XIV, 60б; горе …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • HOMICIDII Causa — Athanis in Areopago disceptari olim solita est, ex lege, Δικάζειν δὲ την` βουλην` εν Α᾿ρείῳ πάγῳ φόνου καὶ τραύματος ἐκ προνοίας καὶ πυρκαίας καὶ φαρμάκων ἐάν τις ἀποκτείνῃ δοὺς, Senatus Areopagiticus ius dicito de caede, aut vulnere, non casu,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ιλλυρία — Αρχαία περιοχή της Βαλκανικής χερσονήσου στην οποία κατοικούσαν οι Ιλλυριοί. Στους προϊστορικούς χρόνους μια ομάδα φυλών που μιλούσαν διαλέκτους μιας ινδοευρωπαϊκής γλώσσας εγκαταστάθηκε στις βόρειες και τις ανατολικές ακτές της Αδριατικής, στις… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • Φήμιος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός αοιδός των ανακτόρων του Οδυσσέα στην Ιθάκη. Με τη φόρμιγγα και τα άσματά του ψυχαγωγούσε τους μνηστήρες της Πηνελόπης, οι οποίοι είχαν συγκεντρωθεί στο παλάτι στη διάρκεια της πολύχρονης απουσίας του ήρωα.… …   Dictionary of Greek

  • αλωεύς — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Ασωπίας, σύζυγος της Ιφιμέδειας, η οποία απέκτησε από τον Ποσειδώνα δύο γιους, τον Ώτο και τον Εφιάλτη. Ο Α. τους ανέθρεψε σαν να ήταν δικά του παιδιά (Αλωάδαι) και μεγάλωσαν τόσο γρήγορα ώστε έγιναν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”